κρατικοποιώ

κρατικοποιώ
(ε) μετ. превращать в государственную собственность, национализировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κρατικοποιώ" в других словарях:

  • κρατικοποιώ — κρατικοποιώ, κρατικοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κρατικοποιώ — έω [κρατικός] μετατρέπω ιδιωτική επιχείρηση σε κρατική («θα κρατικοποιηθεί η επιχείρηση λόγω τού μεγάλου χρέους της») …   Dictionary of Greek

  • κρατικοποιώ — κάνω κάτι χτήμα του κράτους: Το κράτος κρατικοποίησε τις Τράπεζες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • κρατικοποίηση — η [κρατικοποιώ] η ανάληψη τής κυριότητας και τής εκμετάλλευσης ιδιωτικών επιχειρήσεων από το κράτος …   Dictionary of Greek

  • εθνικοποιώ — εθνικοποίησα, εθνικοποιήθηκα, εθνικοποιημένος, και εθνοποιώ κάνω εθνικοποίηση (βλ. λ.), κρατικοποιώ: Με το σοσιαλισμό θα εθνικοποιηθούν τα ιδιωτικά σχολεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»